Η Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου Άρβης.
Ιδρύθηκε γύρω στο
1880 από το μοναχό Αρτέμιο Νοδαράκη. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Αρτέμιος αρχικά
επέλεξε ως θέση για τη Μονή την έξοδο του φαραγγιού της Άρβης, πάνω στα
ερείπια του αρχαίου Ναού του Άρβιου Δία. Αργότερα, λόγω των ελών που
σχηματιζόταν στην κοιλάδα μπροστά από το φαράγγι της 'Αρβης, όπου
συγκεντρώνονταν και λίμναζαν τα νερά του ποταμού, μεταφέρθηκε στις ανατολικές
παρυφές της πλαγιάς, όπου χτίστηκαν τα πρώτα κελιά της Μονής και η παλιά
εκκλησία.
Ένας θρύλος αναφέρει, ότι η εικόνα του Αγίου
Αντωνίου έφευγε τη νύχτα και πήγαινε ψηλά
, << στην πλευρά >>, στα βράχια μόνη της. Τότε οι μοναχοί
αποφάσισαν και έχτισαν νέο ναό στη θέση αυτή, που είναι και η σημερινή του θέση.
Πιθανότατα η αιτία εγκατάλειψης της παλιάς
εκκλησίας ήταν τα πολλά νερά που υπήρχαν γύρω της από τις πολλές πηγές που ανέβλυζαν εκεί και
διατηρούνταν ακόμη και την δεκαετία του 60. Αυτή ήταν και η αιτία που τα μικρά
κελιά των μοναχών κτίστηκαν από την αρχή ψηλά στα βράχια . Ο Ναός όμως, λόγω
του μεγέθους του, είχε κτιστεί
χαμηλότερα που υπήρχε χώρος. Λόγω της αστάθειας του εδάφους , άρχισαν να σχηματίζονται
ρωγμές στους τοίχους, που τον κατέστησαν
επικίνδυνο, παρά τις υποστυλώσεις που του έκαναν. Ειδικά όταν δημιουργήθηκε μια μεγάλη ρωγμή πάνω από την
είσοδο που φαίνεται και σήμερα. Έτσι αποφασίστηκε η μετεγκατάσταση του. Εγκατέλειψαν
την παλιά εκκλησία, αφού μετέφεραν τα
ιερά σκεύη , τις εικόνες και τα Άγια Λείψανα. Διατήρησαν μόνο το νεκροταφείο
για την ταφή των νεκρών.
Η Μονή γνώρισε στιγμές μεγάλης ακμής στο
παρελθόν και σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων, ήταν από τις πιο ξακουστές και πιο
πλούσιες της περιοχής. Λειτούργησε με το κοινοβιακό σύστημα τουλάχιστον από το 1900, με 19
μοναχούς.
Η Μονή έγινε η αιτία να διαδοθεί η καλλιέργεια
της μπανάνας. Ένας μοναχός της Μονής
επισκέφτηκε την Αίγυπτο γύρω στο 1920. Επιστρέφοντας,
έφερε μαζί του ένα φυτό . Το φύτεψε στη Μονή , ευδοκίμησε και η καλλιέργεια της διαδόθηκε . Στην αρχή τις μπανάνες τις καλλιεργούσαν οι
κάτοικοι στα περιβόλια , σαν φρούτα
εποχής ή καλλωπιστικά φυτά . Μετά την κατοχή, άρχισε συστηματικά η καλλιέργεια
και το εμπόριο τους και για πολλά
χρόνια αποτελούν πηγή πλούτου για τους κατοίκους της περιοχής.
Πριν
την κατοχή η μονή είχε πέντε
μοναχούς. Τον Ανανία , τον Λουκά , τον
Κύριλλο , τον Κοσμά και τον Γεννάδιο. Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε το κρησφύγετο
των καταδιωκομένων από τους Γερμανούς και ο τόπος συγκέντρωσης των επιτροπών
της επαρχίας Βιάννου , για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Όταν κηρύχθηκε από τους Γερμανούς , << νεκρή ζώνη >> , όλη η περιοχή της Άρβης , έφυγαν
όλοι οι μοναχοί και πήγαν στο μοναστήρι
της Αγίας Μονής στην Άνω Βιάννο. Μόνο ο Κύριλλος δεν έφυγε. Στις 14 Σεπτεμβρίου
1943 οι Γερμανοί σκότωσαν τον μοναδικό μοναχό Κύριλλο Συναδινάκη 75 ετών, κατά
κόσμο Κωνσταντίνο Συναδινάκη από το
χωριό Αμαριανό Πεδιάδας, καθώς και τον Εμμανουήλ Παξιμαδάκη , 56 ετών, από τον
Άγιο Βασίλειο Βιάννου, που βρέθηκε εκεί για αγροτικές εργασίες. Στη συνέχεια
έκαναν σκοποβολή με στόχο την καμπάνα της εκκλησίας, πήραν τις εικόνες, σύλησαν
τα ιερά σκεύη… και έκαψαν τα κελιά και
την εκκλησία. Οι Γερμανοί μετά την καταστροφή της επαρχίας Βιάννου, έδωσαν
άδεια να ταφούν οι νεκροί. Στον Άγιο
Αντώνιο πήγε τότε, ένας χωριανός του Κύριλλου, ο χωροφύλακας Δετοράκης Μιχάλης,
που υπηρετούσε στη Βιάννο. Μάζεψε τα πτώματα τους και τα έθαψε πίσω από το ιερό της παλιάς εκκλησίας .
Μετά την κατοχή οι άλλοι μοναχοί του
Αγίου Αντωνίου έμειναν στην Αγία Μονή Βιάννου και η Μονή ερήμωσε μέχρι το 1959 που
εγκαταστάθηκε εκεί ο Ιερόθεος Κωστομανωλάκης και την ανακαίνισε. Μετά το 1968 ,
διάφοροι άλλοι μοναχοί προσπάθησαν να
διατηρήσουν το μοναστήρι μέχρι σήμερα που το υπηρετεί ένας μοναχός ο Κύριλλος.
Σήμερα σώζονται και οι δύο ναοί.
αφιερωμένοι στον Άγιο Αντώνιο. Η παλιά εκκλησία ερειπωμένη και η νέα που
έχει ανακαινισθεί.
Επίσης αρκετά ερειπωμένα κτίσματά της , όπως τα άφησαν οι Γερμανοί
κατακτητές και λίγα ανακαινισμένα για τη
διαμονή του μοναχού που την υπηρετεί.
Οι γέροντες μοναχοί
Ιερόθεος Κωστομανωλάκης και Τιμόθεος
Καρπουζάκης
Μαύρα ρούχα να φορούμε
Εδηλώσαμε εμείς
Κι ότι πρέπει να πενθούμε
Στην καντάδα της ζωής
Κάθε μικρός τόπος έχει τις δικές του μικρές ιστορίες και τις ιστορίες αυτές τις γράφουν οι άνθρωποι, αν έχουν την ικανότητα ή την ευλογία του Θεού ή το χάρισμα, στο εφήμερο πέρασμά τους από τη γη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 50 εγκαταστάθηκαν στην Ιερά μονή Αγίου Αντωνίου
, Άρβης Βιάννου, δύο σημαντικοί κληρικοί της εκκλησίας μας : Ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος
Κωστομανωλάκης και ο μοναχός τότε Τιμόθεος
Καρπουζάκης.
Ο Αρχιμανδρίτης
Ιερόθεος Κωστομανωλάκης, γεννήθηκε το 1919 στο Ζαρό και ακολούθησε την μοναχική
ζωή από παιδί. Εκάρη μοναχός το 1948 και τοποθετήθηκε ηγούμενος στο μοναστήρι
του Αγίου Νικήτα στον Αχεντριά όπου έμεινε ένδεκα χρόνια. Το 1959 πήγε
ηγούμενος στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου Αρβης Βιάννου, που ήταν
εγκαταλειμμένο, το οποίο ανακαίνισε, περιποιήθηκε και το έκανε ένα πραγματικό
παράδεισο . Συγχρόνως τοποθετήθηκε εφημέριος στην μικρή ενορία Κρεββατά
Βιάννου. Από εκεί το 1968 μετακινήθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο
Σεληνάρι Λασιθίου και το 1970 στο μοναστήρι της Κεράς Καρδιώτισσας όπου έμεινε
δέκα χρόνια. Το 1980 το μοναστήρι έγινε γυναικεία Μονή και έτσι μετακόμισε στον
Άγιο Γεώργιο Επανωσήφη όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Εκοιμήθη το 2002 σε ηλικία 83 ετών. Ο
Θεός να τον αναπαύσει.
Ο Τιμόθεος Καρπουζάκης γεννήθηκε το 1939 στο
Ζαρό και ήταν ανιψιός του Ιεροθέου Κωστομανωλάκη. Από την ηλικία των 13 ετών
βρέθηκε κοντά στο θείο του στον Άγιο Νικήτα Αχεντριά. Εκάρη μοναχός στις 20
Αυγούστου 1958 στην Ιερά Μονή Βροντησίου
όπου έμμεινε τρείς μήνες και μετά πήγε στον Άγιο Νικήτα Αχεντριά. Εκεί έμεινε
μαζί με τον θείο του Ιερόθεο , μέχρι το
1959 και μετά πήγαν στο μοναστήρι Αγίου Αντωνίου Άρβης. Χειροτονήθηκε Διάκονος
το 1961 στο Άγιο Γεώργιο Επανωσήφη και Ιερέας
το 1962 στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας Κεφαλοβρυσίου Βιάννου από τον
τότε Αρχιεπίσκοπο Πέτρας κ.κ. Δημήτριο, που τον τοποθέτησε εφημέριο στον Άγιο Βασίλειο
Βιάννου. Το 1972 πήγε στο Μοναστήρι της Κεράς Καρδιώτισσας και τοποθετήθηκε
εφημέριος στο Σφεντύλι για επτά χρόνια.
Το 1979 πήγε στη Μονή Βροντησίου, από όπου είχε ξεκινήσει την μοναχική ζωή και
τοποθετήθηκε εφημέριος στον Κόκκινο Πύργο για λίγο καιρό. Μετά πήγε στο
μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Γοργολαϊνι όπου έμεινε τέσσερα χρόνια. Το 1988
πήγε στο Άγιο Γεώργιο Επανωσήφη μαζί με τον θείο του και τοποθετήθηκε εφημέριος
στην Καρκαδιώτισσα ενώ εξυπηρετούσε και την ενορία Παλλιανής. Το 2003
συνταξιοδοτήθηκε και από τότε παραμένει μέχρι σήμερα στο μοναστήρι του Αγίου
Γεωργίου Επανωσήφη.
Τους παραπάνω μοναχούς γνώρισα , παιδί
εγώ τότε, κατά την παραμονή τους στο
μοναστήρι Αγίου Αντωνίου Άρβης Βιάννου .
Τα δύσκολα αυτά χρόνια. της δεκαετίας
του 60, τα καμένα χωριά της επαρχίας Βιάννου προσπαθούσαν ακόμη να ορθοποδήσουν,
από τις συνέπειες της κατοχής και τη θηριωδία των Γερμανών. Και το μοναστήρι
του Αγίου Αντωνίου, με τους δύο παραπάνω μοναχούς, έπαιξε το σημαντικό ρόλο
του. Το μοναστήρι, που ήταν πλούσιο για
την εποχή του, είχε ανοιχτές τις πόρτες του σε όποιον ζητούσε βοήθεια,
πνευματική ή υλική. Πολλοί άνθρωποι
έφαγαν, << ένα κομμάτι ψωμί >>, από
εκεί και βρήκαν ηθική αλλά και υλική βοήθεια για να αντιμετωπίσουν
σοβαρά προβλήματα. Ειδικά από τα κοντινά
χωριά , αλλά και κάθε διαβάτης που ο
δρόμος του τον έφερνε εκεί.
Πρωτοστατούσαν στα κοινά , βοηθούσαν
όπου μπορούσαν και ειδικά στην ανακαίνιση και τον καλλωπισμό των Ναών των
ενοριών τους. Δεν τους άρεσε να υπάρχουν μίση και έχθρες ανάμεσα σε
ανθρώπους και όποτε συνέβαινε και το
μάθαιναν, πάντοτε έκαναν παρεμβάσεις τις περισσότερες φορές με επιτυχία. Είχαν
πάντοτε να πουν μια καλή και σωστή κουβέντα σε όποιον ζητούσε τη βοήθειά τους
σαν πνευματικοί πατέρες αλλά βοηθούσαν και υλικά, όσο μπορούσαν, όποιον
χτυπούσε την πόρτα τους.
Διέθεταν ακόμη και μεγάλο μέρος του
μισθού τους ώστε να μην υπάρχει σπίτι
χωρίς φαγητό ή παιδί να μην έχει ένα << λουκουμάκι >> όπως έλεγαν. Και τα παιδιά χωρίς λουκουμάκι ήταν πολλά τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Είχαν φτιάξει ένα μοναστήρι κόσμημα
για τον επισκέπτη με λουλούδια παντού, πρόσβαση στον Ναό με νέα τσιμεντένια
σκαλιά. Η εντυπωσιακή για την εποχή σβίγα
( βαρούλκο ) ανέβαζε το νερό από
την πηγή στην αυλή της εκκλησίας για να ποτίζονται τα λουλούδια ( σήμερα δεν
υπάρχει ). Τα πάντα ασβεστωμένα και πεντακάθαρα. Έκαναν ανακαίνιση των κελιών,
που έμεναν, και του Ιερού Ναού του Αγίου Αντωνίου. Πιο δίπλα ήταν η παλιά
Εκκλησία με τους τάφους των κοιμωμένων μοναχών περιποιημένους. Δένδρα κάθε
λογής που έδιναν φρούτα όλες τις εποχές και ένα φανταστικό τοπίο. Και φυσικά
πολλές , πάρα πολλές , μπανάνες. Το καλοκαίρι, ο χώρος που είχαν διαμορφώσει,
κάτω από τους πλατάνους , ανάμεσα στις μυρτιές και δίπλα από την αστείρευτη πηγή,
που έδινε το γάργαρο νερό της, (σήμερα δεν υπάρχουν και η πηγή έχει στερέψει ),
ήταν ο χώρος υποδοχής των επισκεπτών και προσκυνητών του μοναστηριού. Πιο κάτω οι
τεράστιες κουκουναριές οι πολλές χαρουπιές και οι φοίνικες συμπλήρωναν το
παραδεισένιο τοπίο.
Η πρόσβαση στο μοναστήρι εκείνη την εποχή γινόταν από τον μοναδικό δρόμο – μονοπάτι , για ανθρώπους και ζώα, από τη μεριά του
φαραγγιού.
Τακτικοί στις ιερές ακολουθίες, δεν έμεινε Κυριακή ή
εορτή που να μη λειτουργήσουν σε όλη τη θητεία τους, ακόμη και όταν ήταν
ασθενείς ή οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Και φυσικά με τις εκκλησίες
γεμάτες από πιστούς. Να σημειώσουμε ότι
δεν υπήρχαν τότε πολλά αυτοκίνητα και για να λειτουργήσουν μεταφερόταν από το
μοναστήρι στις ενορίες τους με μουλάρια κάνοντας περισσότερο από δύο ώρες τη
διαδρομή λόγω της μεγάλης απόστασης. Έφταναν
στην ενορία τους την παραμονή για την ακολουθία του εσπερινού, έμεναν
εκεί το βράδυ σε σπίτι που τους είχε παραχωρήσει η ενορία , την επομένη
λειτουργούσαν και μετά αναχωρούσαν πάλι για το μοναστήρι. Αργότερα η μονή
απέκτησε αυτοκίνητο , ένα μικρό αγροτικό που το άφηναν στην Άρβη, και η
μετακίνηση έγινε ευκολότερη.
Η γνώση τους στο Τυπικό της εκκλησίας
τεράστια. Η τήρηση της τάξης σε όλες τις ακολουθίες υποδειγματική. Τα Θείο
κήρυγμα στην ενορία κάθε Κυριακή. Η ψαλμωδία τέλεια, που την μετάδωσαν σε πολλά
παιδιά, που έγιναν μετά καλοί εμπειρικοί ιεροψάλτες και βοηθούν ακόμη και
σήμερα στις ενορίες ή ιερείς. Είχαν το χάρισμα και την τέχνη να τραβούν τον
κόσμο και ειδικά τα παιδιά κοντά στην εκκλησία , να βοηθούν στο Ναό και να αγαπούν
την θρησκεία μας.
Πιστεύω ότι την ίδια δραστηριότητα
επέδειξαν και στις άλλες περιοχές όπου
βρέθηκαν και υπηρέτησαν την εκκλησία μας . Τίμησαν το ράσο που φορούσαν .
Ο Ιερόθεος Κωστομανωλάκης και ο
Τιμόθεος Καρπουζάκης άφησαν τη σφραγίδα τους στη ιστορική Μονή Αγίου Αντωνίου
Άρβης, στις ενορίες τους αλλά και σε όλη την περιοχή. Αυτή ήταν η συμβολή τους
στην εκκλησία του τόπου μας. Το δικό τους
"λιθαράκι" για να μένει ζωντανό και στις επόμενες γενιές, το όνομα
της μονής Αγίου Αντωνίου Άρβης Βιάννου, που τόσο αγάπησαν, υπηρέτησαν και τίμησαν.
Ακολουθεί ο λόγος που
εκφώνησε ο Ιερόθεος Κωστομανωλάκης κατά την χειροθεσία σε μοναχό του Τιμοθέου
Καρπουζάκη στις 24-6-1958 και μετά ένα μοναχικό τραγούδι που είχαν φτιάξει
μόνοι τους και το έψαλαν μετά τη λειτουργία όταν μοίραζαν το αντίδωρο. Τα
κείμενα είναι τα αυθεντικά και μου τα παραχώρησε ο Τιμόθεος. Η γλώσσα και η
ορθογραφία είναι της εποχής που γράφτηκαν και διατηρήθηκε όπου ήταν δυνατόν.
ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ
Ήχος πλ. δ’
1.
Άνθρωπε τι να τα ποθείς και τι να περιμένεις,
εάν σου στέλνει ο Κύριος, χρυσάφι δεν χορταίνεις.
2.
Βλέπεις πως θ’ αποθαίνομε και σ’ άλλο κόσμο πάμε,
προτού να σου ‘ρθη ο θάνατος, δια την ψυχή
σου κάμε.
3.
Γίνου οικτίρμον στα ορφανά , πεινούσι και διψούσι,
ελεημοσύνη σου
ζητούν, για κείνο σ’ ακλουθούσι.
4.
Δώσε πτωχού ιμάτιο, γυμνόν και ένδυσε τον,
πάρε
τον εις τον οίκον σου, τάισε πότισε τον.
5.
Έλεος θέλει ο Θεός και καθαρά καρδία,
καθώς το Ευαγγέλιο βοά στην Εκκλησία
6.
Ζητούσι σου δια τον Χριστόν, τον πλαστουργό του
κόσμου,
για την ψυχή
του αφέντη μας, ολίγον άρτο δός μου.
7.
Ήκουσες τι εκάνασι οι πρό οι περασμένοι,
μισθά και
κτίζανε Εκκλησιές και ήταν μακαρισμένοι.
8.
Θεού φόβο δεν έχωμε, στην εκκλησιά δεν πάμε,
Ευαγγέλιο ν’ ακούσουμε
και αντίδωρο να φάμε.
9.
Ιδού λοιπόν
το θάνατο, όλοι τον καρτερούμε,
μα την ημέρα που ΄ρχεται , ποτέ δεν την
νοούμε.
10. Καθώς μας λέγει ο Χριστός, μέσα εις τα
βιβλία,
να φεύγουμε από τα κακά, κι από την
αμαρτία.
11. Λέγε αν
ξαγοράσωμε , τις μέρες όπου ζούμε,
όταν θα έρθη ο θάνατος , όλα τα παραιτούμε.
12. Μα πάλι
παραγγέλνει μας δια την φιλαργυρία,
Το ψεύδος και την αρπαγή και την πλεονεξία.
13. Να πάμε
θέλωμε και μείς , όλοι μας να κριθούμε.
στο φοβερό κριτήριο, γυμνοί θα εξεταστούμε.
14. Ξεχωριστά
θελα κριθούν, εκείνοι που σουρεύουν,
Θεού φόβο δεν έχουνε , μήτε ψυχή γυρεύουν
15. Όταν ο
Κύριος ελθεί, κρίνει την οικουμένη,
θα τους ειπεί αμέτε σεις στο πυρ
κατηραμένοι.
16. Πως δεν
λογιάζεις άνθρωπε, ποτέ στο νου δε βάζεις,
το θάνατο δεν ερευνάς, δεν λες πως θα
πεθάνεις.
17. Ρηγάδες
παίρνει ο θάνατος, πρίγκιπες, βασιλιάδες,
Αρχιερείς και
ιερείς και μητροπολιτάδες.
18. Σήμερα
είμαστε και μείς, σαν τα πουλιά του δάσους
όταν θ’
αργήσουσι να θρουν και τις φωλιές τους χάσουν.
19. Τον τάφο
άνοιξε να δεις, αν ίσως και ελπίζεις,
φτωχούς, πλουσίους, βασιλείς, κανένα δεν
γνωρίζεις.
20. Υπό την γη
γινόμεθα και των σκουλήκων βρώμα,
το
χώμα που μας έπλασε, το βάζουμε και στρώμα.
21. Φόβος
κανείς είναι να δει, κανένα πεθαμένο.
ασούσουμο κι ανέγνωρο και
ξεκοκαλιασμένο
22. Χώρια
χωρίζει η ψυχή , από το άλλο σώμα,
το κάλλος εμαράθηκε , έγινε όλο βρώμα.
23. Ψυχοπονέστε
τα ορφανά και φθάσετε στα κάλλη,
όταν ο Κύριος ελθεί εξέταση να
κάμει.
24. Ω πλούσιοι
αχόρταγοι, πως δεν τη νε φοβάστε,
την φοβερή εξέταση, κι αμέριμνοι
κοιμάστε